- σάρωμα
- το, ΝΑ [σαρῶ(-ώνω)]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρώνωνεοελλ.1. σκούπα, σάρωθρο2. κοινή ονομασία πολλών φυτώναρχ.σκουπίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάρωμα — sweepings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρωμα — το, ατος 1. σκούπισμα. 2. σκουπίδι. 3. σκούπα. 4. ολοσχερής καταστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρώμασιν — σάρωμα sweepings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρώματα — σάρωμα sweepings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισάρωμα — τὸ, ΜΑ καθετί που μαζεύεται κατά το σάρωμα, το σκουπίδι, το απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάρωμα «σκουπίδι»] … Dictionary of Greek
σαρωματιά — η, Ν [σάρωμα, ατος] 1. η κίνηση τής σκούπας κατά το σάρωμα, κατά το σκούπισμα 2. όσα σκουπίδια μαζεύονται με μια κίνηση τής σκούπας, με μια σαρωματιά … Dictionary of Greek
κορεία — (I) κορεία, ἡ (Α) [κορέω (ΙΙ)] πιθ. (κατά τον Ησύχ.) 1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα 2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία. (II) κορεία, ἡ (Α) βλ. κόρειος … Dictionary of Greek
κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… … Dictionary of Greek
σάρωση — η / σάρωσις, ώσεως, ΝΑ [σαρῶ ( ώνω)] το σάρωμα («σάρωσις φύλλων», πάπ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση τού συνολικού… … Dictionary of Greek